μονόδους

μονόδους
(monodon monocerus). Θηλαστικό της οικογένειας των δελφιναπτερίδων. Αναφέρεται και ως μ. ο μονόκερος. Το μήκος του θηλυκού φτάνει τα 5 μ. και του αρσενικού τα 6. Το βάρος τους φτάνει πολλές φορές τον ένα τόνο. Το κεφάλι τους είναι στρογγυλό και δεν έχουν ραχιαίο πτερύγιο. Ο μ. έχει μόνο δύο πάνω δόντια, από τα οποία το αριστερό φτάνει στα αρσενικά τα 2 μ., με κατεύθυνση προς τα εμπρός. Στα θηλυκά ή δεν υπάρχει ή είναι ατροφικό. Ο μ. είναι ζώο παράδοξο. Ζει στις βόρειες παγωμένες θάλασσες και από πολλά χρόνια τώρα είναι αντικείμενο συστηματικού κυνηγιού για το νόστιμο κρέας του και τον χαυλιόδοντά του. Ζει ομαδικά και είναι πολύ ήμερο στις σχέσεις του με τα άλλα ζώα. Παλαιότερα πολλοί πίστευαν πως το δόντι του αρσενικού είχε θαυματουργές ιδιότητες.
* * *
ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία τής μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + ὀδούς, οδόντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονόδους — one toothed masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόδοντα — μονόδους one toothed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόδοντες — μονόδους one toothed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόδοντι — μονόδους one toothed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελφιναπτερίδες — (delphinapteridae).Οικογένεια κητωδών θηλαστικών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει κήτη που μοιάζουν πολύ με τα δελφίνια. Έχουν μεγάλο σφαιρικό κεφάλι, δόντια μικρού μεγέθους και στο πάνω σαγόνι τους φυτρώνει ένας δυνατός χαυλιόδοντας, μήκους… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… …   Dictionary of Greek

  • όρυξ — ο (Α ὄρυξ, υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, υγγος) αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.) αρχ. 1. είδος αιχμηρού σιδερένιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”